μηχανοκρατία

μηχανοκρατία
η
φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι τα πάντα στον κόσμο γίνονται με μηχανιστικούς νόμους αποκλείοντας τη σκοπιμότητα στη ζωή των όντων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηχανοκρατία — (Φιλοσ.). Όρος που αναφέρεται στις θεωρίες που οδηγούν στην ερμηνεία όλων των φαινόμενων, φυσικών και ψυχολογικών, σύμφωνα με το σχήμα καθαρά μηχανικών νόμων, δηλαδή αμετάβλητων και αιτιοκρατικά καθορισμένων. Κλασικά παραδείγματα μ. στην ιστορία… …   Dictionary of Greek

  • αιτιοκρατία — η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία τα πάντα στον κόσμο συμβαίνουν σύμφωνα με μια αιτιώδη αλληλουχία σε κάθε αιτία επακολουθεί το αποτέλεσμα αναγκαστικά. Αυστηρή μορφή τής αιτιοκρατίας είναι η «μηχανοκρατία», η οποία αντίκειται στην «τελολογία»… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • μηχανικισμός — ο η μηχανοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανική (βλ. λ. μηχανικός) + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηχανοκρατία …   Dictionary of Greek

  • τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… …   Dictionary of Greek

  • υλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα, που θεωρεί την ύλη ως την ουσία και την πρώτη αρχή των όντων και θέτει σε δεύτερη μοίρα ή και αρνείται το πνεύμα. Παίρνει τη μορφή του μηχανικού υ. εφόσον θεωρεί την ύλη ως ουσία που έχει μηχανικές μόνο ιδιότητες. Στην… …   Dictionary of Greek

  • Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία — (Federico Garcia Lorca, Φουεντεβακέρος, Γρενάδα 1898 – 1936). Ισπανός ποιητής και δραματουργός. Γιος αγρότη και δασκάλας, φοίτησε σε ένα σχολείο ιησουιτών, ενώ το 1923 έλαβε πτυχίο νομικής. Σε όλη τη διάρκεια των σπουδών του (1913 28) σύχναζε… …   Dictionary of Greek

  • Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”